- θεοεπής
- θεοεπής, -ές (Α)θεσπέσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -επής (< έπος), πρβλ. α-μετρο-επής, καλλι-επής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεοεπεῖς — θεοεπής masc/fem acc pl θεοεπής masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… … Dictionary of Greek